ανοχεύω

ανοχεύω
(Μ ἀνοχεύω) [ανοχή]
νεοελλ.
(για σπαρτά και αμπέλια) έχω αφορία
μσν.
1. σταματώ τη δράση μου, αναπαύομαι
2. μέσ. κάνω ανακωχή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”